Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συντετριμμένος
1 εγγραφή
συντετριμμένος -η -ο [sindetriménos] Ε3 : που αισθάνεται συντριβή, βαθιά θλίψη για κάποιο δυσάρεστο γεγονός: Είναι ~ για το θάνατο του παιδιού του.

[λόγ. < ελνστ. συντετριμμένος μππ. του αρχ. συντρίβω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες