Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συντεταγμένη
1 εγγραφή
συντεταγμένος -η -ο [sindetaγménos] Ε3 : 1.(λόγ.) συνταγμένος: Οι μαθητές βάδιζαν συντεταγμένοι, παρατεταγμένοι. || Συντεταγμένη πολιτεία, οργανωμένη σύμφωνα με νόμους. 2. (ως ουσ.) η συντεταγμένη: α. (μαθημ.) καθένα από τα στοιχεία με τα οποία ορίζεται γεωμετρικά η θέση ενός σημείου σε μια επίπεδη επιφάνεια ή στο διάστημα: Γεωγραφικές συντεταγμένες ενός τόπου, το γεωγραφικό πλάτος και μήκος. Γεωδαιτικές συντεταγμένες, το μήκος και το ύψος ενός σημείου. β. (μτφ., πληθ.) τα στοιχεία που μας επιτρέπουν να προσδιορίσουμε το χώρο, το περιβάλλον όπου ανήκει κάποιος ή κτ.: Οι πολιτικές συντεταγμένες ενός ατόμου. Οι συντεταγμένες του ιδεολογικού χώρου όπου κινείται σήμερα η νεολαία μας.

[λόγ.: 1: αρχ. συντεταγμένος `σε θέση μάχης΄ μππ. του συντάσσω· 2: σημδ. γαλλ. coordonnées (πληθ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες