Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συντέμνουσα η [sindémnusa] Ο27 : (μαθημ.) διανυσματικό μέγεθος στην τριγωνομετρία, το αντίστροφο του ημιτόνου.
[λόγ. θηλ. μεε. του αρχ. συντέμνω μτφρδ. γαλλ. coséquante]
- συντέμνω [sindémno] -ομαι Ρ αόρ. σύντμησα, απαρέμφ. συντμήσει, παθ. αόρ. συντμήθηκα, απαρέμφ. συντμηθεί, μππ. συντετμημένος* : (λόγ.) περικόπτω κτ., του περιορίζω τη χρονική διάρκεια ή την έκταση: Θα συντμηθούν οι προθεσμίες για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας.
[λόγ. < αρχ. συντέμνω]
- συντετμημένος -η -ο [sindetmiménos] Ε3 : που έχει υποστεί σύντμηση: ~ τύπος μιας λέξης. Συντετμημένη λέξη, συντομογραφημένη.
[λόγ. μππ. < αρχ. συντέμνω]