Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνομιλητής
1 εγγραφή
συνομιλητής ο [sinomilitís] Ο7 θηλ. συνομιλήτρια [sinomilítria] Ο27 : αυτός με τον οποίο συνομιλεί κάποιος: Aντιμετώπισε με ισχυρά επιχειρήματα τους συνομιλητές του.

[λόγ. συνομιλη- (συνομιλώ) -τής (πρβ. το ελνστ. συνομιλητής `σύντροφος΄)· λόγ. συνομιλη(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες