Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνευρ
2 εγγραφές [1 - 2]
συνεύρεση η [sinévresi] Ο33 : (λόγ.) 1. η ταυτόχρονη παρουσία με κπ. άλλο στον ίδιο τόπο. 2. συνουσία.

[λόγ. συν(ευρίσκομαι) -εύρεσις κατά το σχ.: ευρίσκομαι - εύρεσις (-σις > -ση)]

συνευρίσκομαι [sinevrískome] Ρ αόρ. συνευρέθηκα, απαρέμφ. συνευρεθεί : (λόγ.) 1. βρίσκομαι κάπου μαζί με κπ. άλλον. 2. έρχομαι σε σεξουαλική επαφή με κπ. ή με κάποια.

[λόγ. < ελνστ. συνευρίσκομαι `βρίσκομαι μαζί με΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες