Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνευρίσκομαι
1 εγγραφή
συνευρίσκομαι [sinevrískome] Ρ αόρ. συνευρέθηκα, απαρέμφ. συνευρεθεί : (λόγ.) 1. βρίσκομαι κάπου μαζί με κπ. άλλον. 2. έρχομαι σε σεξουαλική επαφή με κπ. ή με κάποια.

[λόγ. < ελνστ. συνευρίσκομαι `βρίσκομαι μαζί με΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες