Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνερίζομαι
1 εγγραφή
συνερίζομαι [sinerízome] Ρ2.1β : ΣYN ξεσυνερίζομαι. (οικ.) 1. δίνω υπερβολική σημασία σε κτ., πειράζομαι, ενοχλούμαι από τα λόγια ή από τις ενέργειες κάποιου, παραβλέποντας ότι ειδικές συνθήκες επιβάλλουν να αναγνωρίσω στο άτομο αυτό κάποια ελαφρυντικά: Γέρος / παιδί είναι, μην το(ν) συνερίζεσαι αν είπε ένα λόγο παραπάνω. Έχουν τα γεράματα παραξενιές και μην τα συνερίζεσαι. 2. (για παιδί ή για ενήλικα που συμπεριφέρεται σαν παιδί) ανταγωνίζομαι κπ. στην εξασφάλιση αγαθών ή προνομίων: Συνερίζεται ο ένας τον άλλον και μαλώνουν για το ποιος θα πάρει μεγαλύτερο δώρο.

[ελνστ. συνερίζω `μάχομαι εναντίον΄, μσν.(;) συνερίζομαι μεταπλ. ίσως κατά το μάχομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες