Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνδράμω
1 εγγραφή
συνδράμω [sinδrámo] Ρ πρτ. και αόρ. συνέδραμα, απαρέμφ. συνδράμει : βοηθώ, παρέχω τη συνδρομή μου σε κπ. ή για κτ.: Πρέπει να συνδράμουμε όλοι τους πρόσφυγες. Ο σύλλογος γονέων θα συνδράμει το έργο του σχολείου.

[λόγ. ενεστ. με βάση το ελνστ. συνοπτ. θ. συνδραμ- `βοηθώ΄ του αρχ. συντρέχω `συμφωνώ΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες