Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συναναστρέφομαι
1 εγγραφή
συναναστρέφομαι [sinanastréfome] Ρ αόρ. συναναστράφηκα, απαρέμφ. συναναστραφεί : έχω κοινωνικές ή φιλικές σχέσεις με κπ.: Συναναστρέφεται (με) πολύ κόσμο / (με) ανθρώπους της τάξης του. Συναναστρέφεται (με) ύποπτα άτομα.

[λόγ. < ελνστ. συναναστρέφομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες