Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνίσταμαι
1 εγγραφή
συνιστώ 3 παθ. συνίσταμαι [sinístame] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ., κυρ. στο γ' πρόσ.) : (λόγ.) 1. είναι, αποτελεί: H πλαστογραφία συνιστά ποινικό αδίκημα. 2. (παθ.) α. αποτελείται: Tο νερό συνίσταται από υδρογόνο και οξυγόνο. β. έγκειται: Ο ρόλος του δασκάλου συνίσταται στη δημιουργία ολοκληρωμένων χαρακτήρων. Σε τι συνίστανται οι αντιρρήσεις σου;

[λόγ. < συνιστώ 2 σημδ. γαλλ. constituer, consister]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες