Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνάζω
1 εγγραφή
συνάζω [sinázo] -ομαι Ρ2.2 : (λαϊκότρ.) συγκεντρώνω: Σύναζε αγριολούλουδα στο λιβάδι, μάζευε. Συνάχτηκε ο λαός στην εκκλησιά, συναθροίστηκε.

[μσν. συνάζω < αρχ. συν(άγω) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. συναξ- κατά το σχ.: στεναξ- (εστέναξα) - στενάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες