Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
61 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλί [alí] επιφ. : (λαϊκότρ.) αλίμονο!, συμφορά μου!: ~ στη δύστυχη τη μάνα! (επιτατικά) ~ και τρισαλί*!
[μσν. αλί < αλίμονο με νέα ανάλυση αλί-μονο και αποβ. του μόνο (πρβ. μσν. αϊλί ίσως < συμφυρ. άι! + αλί)]
- άλυσος η [álisos] Ο36 : (λόγ.) η αλυσίδα. || (μαθημ.) για σύνολα γραμμικά διαταγμένα.
[λόγ. συμφυρ. του αρχ. ἅλυσις ἡ & του λαϊκού άλυσος ο < αρχ. ἅλυσ(ις ἡ) μεγεθ. -ος]
- άντε [áde] & άιντε [(ái)de] επιφ. : I.με επιφωνηματική ή ερωτηματική πρόταση, εκφράζει γενικά παρακίνηση ή αγανάκτηση ανάλογα με τα συμφραζόμενα και το χρωματισμό της φωνής· συντάσσεται συνήθ. με προστακτική, με να και υποτακτική ή με σε και έναρθρο ουσιαστικό· (πρβ. άμε, α 2). 1. με τη σημασία του πήγαινε, έλα: ~ πες τους να ΄ρθουν. ~ βιαστείτε· είναι ώρα να φεύγουμε. ~ στο καλό / στην ευχή του Θεού. ~ στη δουλειά σου και άσε τα λόγια. ~ χάσου, ~ από δω, φύγε, δίνε του. 2. με τη σημασία του εμπρός: ~ κουνήσου. ~ λοιπόν γιατί αργείτε; ~ τι γίνεται, θα φάμε τίποτε; ~ να πηγαίνουμε. || απορία για το τι θα γίνει: ~ να δούμε πώς θα ξεμπλέξουμε. ~ να δούμε τι θα γίνει. II. (συνήθ. απόλυτα) ως αντίδραση στα λεγόμενα κάποιου εκφράζει: α. έκπληξη ή δυσπιστία: Tα ΄μαθες, παντρεύτηκαν. -~!, σώπα, αλήθεια· σοβαρά; β. αποδοκιμασία ή ασυμφωνία: ~ καλέ, που πιστεύεις τέτοια πράγματα! || επιδοκιμασία ή συμφωνία: Πρέπει να αλλάξουμε τακτική. -~ ντε!, καλά τα λες, έχεις δίκιο. γ. με επανάληψη δηλώνει έντονη αντίθεση: Άιντε άιντε, πήραν τα μυαλά σου αέρα. ΦΡ δεν είμαστε ~ ~, όποιοι όποιοι. δ. συγκατάθεση· έστω: Xίλιες δραχμές; ~, για σένα οχτακόσιες. || για να δηλωθεί ανώτατο ποσοτικό, χρονικό κτλ. όριο: Θα ήταν σαράντα, ~ σαράντα πέντε χρονών.
[< άμετε (δες στο άμε) με συγκ. του άτ. [e] και αφομ. θέσης άρθρ. [mt > nt > nd] · συμφυρ. άι (δες α 2) & άντε ή < τουρκ. haydi < (;)]
- αποτίνω [apotíno] & αποτίω [apotío] Ρ αόρ. απέτισα και (σπάν.) απότισα, απαρέμφ. αποτίσει : (λόγ.) κυρίως στο ~ φόρο τιμής / ευγνωμοσύνης σε κπ., του αποδίδω την τιμή / την ευγνωμοσύνη που του οφείλω: Kατέθεσαν δάφνινο στεφάνι, για να αποτίσουν φόρο τιμής στους ήρωες των εθνικών αγώνων.
[λόγ. συμφυρ. των αρχ. ρ. ἀποτίνω `ξεπληρώνω΄, τίνω `πληρώνω τίμημα΄, τίω `τιμώ, υπολογίζω την αξία΄]
- αυτείνος -η -ο [aftínos] αντων. δεικτ. (βλ. Ε3) : (λαϊκότρ., προφ.) αυτός. || συνήθ. με το επίρρημα αυτού σε εκφορές με επιτατική σημασία: Aυτείνη αυτού το ΄καμε, όχι εγώ.
[μσν. αυτείνος < συμφυρ. αυτ(ός) + (εκ)είνος]
- γεροντάματα τα [jerondámata] Ο49 : (προφ.) τα γεράματα.
[συμφυρ. γέροντ(ας) + (γερ)άματα]
- γιούπι [júpi] επιφ. : δηλώνει χαρά ή ενθουσιασμό.
[συμφυρ. των αγγλ. yippee, whoopee]
- γλυφός -ή -ό [γlifós] Ε1 : που έχει υφάλμυρη γεύση: Tο νερό του πηγαδιού μας είναι γλυφό.
γλυφούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. [αρχ. *βλιχός (πρβ. αρχ. βλιχώδης `γλοιώδης, κολλώδης΄, ελνστ. γρ. βλυχώδης `γλυφός(;)΄) > γλιφός με αντιμετάθ. χειλ. - υπερ. [v-x > γ-f], χωρίς αλλ. ηχηρότητας (πρβ. μσν. συμφυρ. γλυχός ίδ. σημ.)· γλυφ(ός) -ούτσικος]
- γνέθω [γnéθo] -ομαι Ρ αόρ. έγνεσα, απαρέμφ. γνέσει, παθ. αόρ. γνέστηκα, απαρέμφ. γνεστεί : μετατρέπω σε νήμα το μαλλί ή το βαμβάκι με απλό χειροκίνητο εργαλείο· κλώθω.
[συμφυρ. αρχ. νέω & νήθω (ανάπτ. [γ] ;)]
- γνοιάζομαι [γnázome] Ρ2.1β : (λαϊκότρ.) νοιάζομαι.
[μσν. γνοιάζομαι < συμφυρ. εννοιάζομαι + γνώθω `γνωρίζω, μαθαίνω΄ (< αρχ. γιγνώσκω με βάση το συνοπτ. θ. γνωσ- κατά το σχ.: κλωσ- (έκλωσα) - κλώθω]