Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συμπλοκή η [simblokí] Ο29 : I1.αμοιβαία επίθεση μεταξύ ατόμων ή ομάδων, που γίνεται με τα χέρια, με τα πόδια ή και με τη χρήση άλλων μέσων: Ο καβγάς κατέληξε σε ~. Έγιναν συμπλοκές μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας. 2. μάχη που έχει συνήθ. μικρή διάρκεια και που είναι περιορισμένη τοπικά. IIα. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συμπλέκω2: H ~ των παραστάσεων που καταγράφονται στη συνείδηση. H αντιθετική ~ των προτάσεων. β. σχήμα λόγου (συνδυασμός του σχήματος επαναφοράς και αντιστροφής) κατά το οποίο επάλληλες προτάσεις αρχίζουν και τελειώνουν με τις ίδιες λέξεις, π.χ. «μας πήρε τις γυναίκες μας, μας πήρε τα παιδιά μας».
[λόγ. < αρχ. συμπλοκή (IIβ: ελνστ. σημ.)]
- σύμπλοκος -η -ο [símblokos] Ε5 : (επιστ.) σύνθετος. ANT απλός: Σύμπλοκα ιόντα / άλατα. Σύμπλοκες ενώσεις, και ως ουσ. τα σύμπλοκα.
[λόγ. < ελνστ. σύμπλοκος `περίπλοκος΄]