Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμμετέχω
2 εγγραφές [1 - 2]
συμμετέχω [simetéxo] Ρ (βλ. μετέχω) : 1α.παίρνω μέρος σε κάποια δραστηριότητα σε συνεργασία με άλλους, με την προσωπική εκτέλεση ενός έργου ή με την υλική, ηθική ή πνευματική προσφορά μου: Συμμετέσχε στο β' παγκόσμιο πόλεμο / σε όλους τους κοινωνικούς αγώνες. Στην κατασκευή του αεροδρομίου συμμετέχουν και ξένες εταιρείες. Στην επιχείρηση θα συμμετάσχει με δύο εκατομμύρια. Στην εκδήλωση θα συμμετάσχουν πολλοί καλλιτέχνες. Στη συζήτηση συμμετέχουν όλοι οι ακροατές. Οι μαθητές συμμετέχουν στο μάθημα (με ερωτήσεις και με παρατηρήσεις). || ~ στα κέρδη / στις ζημίες. β. είμαι παρών σε κάποια εκδήλωση, σε κάποιο γεγονός: Στη γιορτή / στην εκδρομή / στη θεατρική παράσταση συμμετείχαν όλοι οι μαθητές. γ. για πράγμα ή αφηρημένο ουσιαστικό που επιδρά, μαζί με άλλους παράγοντες, θετικά ή αρνητικά σε κτ.: Tα αυτοκίνητα συμμετέχουν σε μεγάλο ποσοστό στη ρύπανση της ατμόσφαιρας. 2. εκδηλώνω με λόγια ή με έργα τη λύπη μου για τη δυστυχία ή τη χαρά μου για την ευτυχία κάποιου, συμμερίζομαι τα συναισθήματά του: H οικογένεια ευχαριστεί όλους όσοι συμμετείχαν στο πένθος / στη χαρά της.

[λόγ. < αρχ. συμμετέχω]

συμμετέχων -ουσα -ον [simetéxon] Ε12 : (λόγ.) που συμμετέχει σε κτ.: Οι συμμετέχοντες στη σύσκεψη υπουργοί. || (ως ουσ.): Οι συμμετέχοντες στη συζήτηση. Οι συμμετέχοντες στο συνέδριο παρακαλούνται να πληρώσουν τη συνδρομή, που είναι δέκα χιλιάδες δραχμές.

[λόγ. μεε. του συμμετέχω μτφρδ. γαλλ. les participants (πληθ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες