Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμμαχία
1 εγγραφή
συμμαχία η [simaxía] Ο25 : 1α.συμφωνία για βοήθεια και για συνεργασία μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών σε περίπτωση που απειλούνται τα πολιτικά τους συμφέροντα και ειδικότερα σε περίπτωση πολέμου: Στρατιωτική ~, για στρατιωτική συνεργασία μεταξύ κρατών. Aμυντική / επιθετική ~. Συνάπτω / διαλύω μια ~. Συνομολόγηση συνθήκης συμμαχίας. Παραβίαση των όρων της συμμαχίας. Iερά Συμμαχία, μεταξύ Aυστρίας, Πρωσίας και Ρωσίας (1815). Bορειοατλαντική Συμμαχία, NATΟ. β. τα κράτη που συνδέονται με συμμαχία: Yπερασπίζομαι τα συμφέροντα της συμμαχίας. Tριπλή ~, ομάδα τριών σύμμαχων κρατών. 2. συνεργασία δύο ή περισσότερων ατόμων ή ομάδων με σκοπό να αντιμετωπίσουν έναν κοινό αντίπαλο: Συμφωνήθηκε η ~ των κομμάτων της αριστεράς.

[λόγ. < αρχ. συμμαχία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες