Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγχύζω
1 εγγραφή
συγχύζω [sinxízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.εκνευρίζω και στενοχωρώ κπ., τον κάνω να χάσει την ψυχική του ηρεμία: Mε συγχύζει κάθε μέρα, γιατί δεν κάθε ται να διαβάσει. Aδιαφόρησε για τη συμπεριφορά του και μη συγχύζεσαι. Έγινε καβγάς στο σπίτι και έφυγα συγχυσμένος. 2. συγχέω.

[λόγ.: 2: μσν. συγχύζω < σύγχυ(σις) 1 -(ί)ζω (αναδρ. σχημ.)· 1: σημδ. ιταλ. turbare]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες