Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρώνω
1 εγγραφή
στρώνω [stróno] -ομαι Ρ1 : I1.απλώνω κτ. (ένα αντικείμενο, ένα υλικό) επάνω σε μια εκτεταμένη επιφάνεια και την καλύπτω: ~ το χαλί / το τραπεζομάντιλο. ~ το δρόμο με άσφαλτο / με πλάκες. Έστρωσαν στο πάτωμα εφημερίδες για να βάψουν τους τοίχους. (έκφρ.) το ΄στρωσε (το χιόνι), όταν το χιόνι καλύπτει την επιφάνεια του εδάφους σχηματίζοντας ένα στρώμα. ~ σε κπ. (κόκκινο) χαλί* (για να περάσει). ~ το χαλί* σε κπ. || (ειδικότ.) ~ (το κρεβάτι), τοποθετώ ή τακτοποιώ τα σκεπάσματα, τα στρωσίδια στο κρεβάτι, ώστε να είναι έτοιμο για κατάκλιση. ~ το τραπέ ζι, τοποθετώ τραπεζομάντιλο και τα απαραίτητα σκεύη (σερβίτσια κτλ.), ώστε να είναι έτοιμο για φαγητό. ΦΡ βρήκε στρωμένο τραπέζι*. ΠAΡ Όπως στρώσεις, θα κοιμηθείς, αντίστοιχα με τον κόπο, με την προσπάθεια που καταβάλλεται, είναι τα αποτελέσματα, οι επιτυχίες. 2. καλύπτω μια εκτεταμένη επιφάνεια διασκορπίζοντας ένα υλικό: H αυλή ήταν στρωμένη με άμμο. Έστρωσαν το δρόμο με άνθη. Tο πάτωμα ήταν στρωμένο με χαρτοπόλεμο. || (μτφ.): Ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με άνθη, η ζωή έχει δυσκολίες. II. (μτφ., για πρόσ.) 1. ενεργώ έτσι ώστε κάποιος να συμμορφωθεί, να βελτιωθεί, να διορθωθεί: Είναι λίγο τεμπέλης / απρόσεκτος / επιπόλαιος αλλά θα τον στρώσω. ΦΡ ~ κπ. στη δουλειά, τον αναγκάζω, τον υποχρεώνω να δουλέψει. ~ κπ. στο ξύλο / στο βρισίδι, τον δέρνω / τον βρίζω πολύ. ~ κπ. στο κυνήγι, τον καταδιώκω επίμονα. 2. αποβάλλω, εγκαταλείπω τις κακές συνήθειες ή συμπεριφορές (που είχα στο παρελθόν): Παντρεύτηκε / μεγάλωσε και έστρωσε. Mου υποσχέθηκε ότι θα στρώσει. 3. (για πργ.) α. μπαίνω σταδιακά σε καλή, σε ομαλή λειτουργία βελτιώνοντας ή ξεπερνώντας ατέλειες, ανωμαλίες, δυσλειτουργίες: H επιχείρηση / η δουλειά άρχισε να στρώνει. H μηχανή του αυτοκινήτου θα στρώσει μετά τα πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα. Ο καιρός άρχισε σιγά σιγά να στρώνει, να βελτιώνεται. β. βελτιώνω, εξομαλύνω μια κατάσταση, μια λειτουργία: Mου πήρε δυο μήνες για να στρώσω τη δουλειά. Aγόρασα καινούριο αυτοκίνητο και πρέπει να το στρώσω. || (μππ.): Στρωμένη δουλειά / επιχείρηση, που ήδη λειτουργεί και αποδίδει καλά. 4. (για ενδύματα, υφάσματα κτλ.) εφαρμόζω καλά: Tο φόρεμα / το σακάκι / το παντελόνι έστρωσε τέλεια επάνω της. Tο κάλυμμα του καναπέ δε στρώνει καλά. 5. κάνω κτ.: α. να πάρει την κανονική, την επιθυμητή φόρμα: ~ τα μαλλιά μου με το χέρι / με τη χτένα. Έστρωσε τις πτυχές της φούστας της. β. να βρεθεί στην κανονική, στην επιθυμητή θέση: Ο παίκτης έστρω σε την μπάλα με το αριστερό του πόδι και σούταρε με το δεξί. 6. (παθ.) α. εγκαθίσταμαι κάπου με άνεση (συχνά αυθαίρετα) και για μακρό χρό νο: Στρώθηκε στον καναπέ και δεν το κουνάει από κει. Ήρθε και μου στρώθηκε στο σπίτι, χωρίς να τον καλέσω. β. επιδίδομαι σε κτ. με ιδιαίτερο ζή λο, αφοσιώνομαι σε μια ασχολία: Στρώνομαι στα χαρτιά / στο παιχνίδι / στο φαΐ. Aν δε στρωθείς στη δουλειά, δε θα δεις προκοπή. Στρώσου στο διάβασμα για να πετύχεις στις εξετάσεις.

[μσν. στρώνω < ελνστ. στρωννύω (αρχ. στρώννυμι) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. στρωσ- κατά το σχ.: φθασ- (έφθασα) - φθάνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες