Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρωματσάδα
1 εγγραφή
στρωματσάδα η [stromatsáδa] Ο26 : κατάκλιση, ύπνος επάνω σε (πρόχειρο) στρώμα και απευθείας στο δάπεδο, κυρίως ως επίρρημα: Kοιμηθήκαμε ~.

[βεν. stramazzada `ομαδικό ξάπλωμα σε ένα κρεβάτι΄ παρετυμ. στρώμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες