Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στρουθοκαμηλίζω [struθokamilízo] Ρ2.1α : αγνοώ ηθελημένα ή προσποιη τά έναν (υπαρκτό) κίνδυνο, αποφεύγω να τον αντιμετωπίσω: H κυβέρνη ση στρουθοκαμηλίζει στα εθνικά θέματα.
[λόγ. στρουθοκαμη λ(ισμός) -ίζω]