Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρογγυλός
1 εγγραφή
στρογγυλός -ή -ό [strongilós] Ε1 & στρόγγυλος -η -ο [stróngilos] Ε5 : 1. που έχει σχήμα κύκλου ή σφαίρας: Στρογγυλή επιφάνεια. Στρογγυλό τα ψί / ψωμί / κεφάλι. H γη / η μπάλα είναι στρογγυλή. (έκφρ.) στρογγυλό τραπέζι / στρογγυλή τράπεζα, συζήτηση για θέματα κοινού ενδιαφέροντος ανάμεσα σε ισότιμους συνομιλητές: Στο στρογγυλό τραπέζι που οργανώθηκε από τον ιατρικό σύλλογο συζητήθηκε το θέμα της πρόληψης των ασθενειών. || (ως ουσ.) το στρογγυλό, κομμάτι κρέατος από το μηρό των βοδιών και των μοσχαριών. || (ανατ.) χαρακτηρισμός σχηματισμών με στρογγυλό σχήμα: ~ μυς / σύνδεσμος. 2. (μτφ.) α. (για αριθμό, ποσό) ακέραιος, με παράλειψη ή προσθήκη των μονάδων, δεκάδων κτλ. ή του κλάσματός του: ~ αριθμός / λογαριασμός. Στρογγυλό ποσό. β. (κυρ. για λό γο) σαφής, απερίφραστα διατυπωμένος: Στρογγυλά λόγια. στρογγυλούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ α. κάπως στρογγυλός. β. κάπως παχύς. στρογ γυλά ΕΠIΡΡ. στρογγυλούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ.

[μσν. στρογγυλός < αρχ. στρογγύλος με μετακ. τόνου αναλ. προς άλλα επίθ. με τόνο στη λήγουσα: ομαλός, μακρουλός· μετακ. τόνου στην προπαραλ.(;)· στρογγυ λ(ός) -ούτσικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες