Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρείδι
1 εγγραφή
στρείδι το [stríδi] Ο44 : (ζωολ.) είδος θαλασσινού μαλακίου με διπλό όστρα κο, με τραχιά εξωτερική επιφάνεια και με γκρίζο συνήθ. χρώμα: Aλιεία / καλλιέργεια στρειδιών. ΦΡ κολλάω σαν ~: α. είμαι στενά προσκολλημένος σε κπ., τελείως εξαρτημένος από κπ.: Είναι κολλημένη κοντά του σαν ~. β. είμαι πολύ ενοχλητικός: Mας κόλλησε σαν ~.

[μσν. *στρείδι (πρβ. μσν. αστρείδι με ανάπτ. προτακτ. α- 3) < ελνστ. *ὀστρείδιον υποκορ. του αρχ. ὄστρειον, ὄστρεον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες