Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στηλιτεύω
1 εγγραφή
στηλιτεύω [stilitévo] -ομαι Ρ5.1 : αποδοκιμάζω, επικρίνω κπ. ή κτ. με ιδιαίτερη οξύτητα και συνήθ. δημόσια: H προδοτική συμπεριφορά του στηλιτεύτηκε από τις στήλες των εφημερίδων. Ο ιεροκήρυκας στηλίτευσε από τον άμβωνα την έκλυση των ηθών / τους ασεβείς.

[λόγ. < ελνστ. στηλιτεύω (αρχική σημ.: `γράφω σε στήλη΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες