Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στενός
3 εγγραφές [1 - 3]
στενός -ή -ό [stenós] Ε1 : 1α. που έχει πολύ μικρό πλάτος. ANT φαρδύς, πλατύς: ~ διάδρομος / σωλήνας. Στενή πόρτα / είσοδος. Στενό κρεβάτι / παράθυρο. Στενή γυναίκα, που έχει στενή λεκάνη. || (πρβ. στενό): ~ δρόμος / πορθμός. Στενό πέρασμα. Στενή διάβαση. || (ιδ. για ρούχο) που είναι στενό γενικά ή σχετικά μ΄ αυτόν που το φορά: Στενή φούστα. Στενό παπούτσι / μανίκι / μπατζάκι / πέτο / πουκάμισο / σακάκι. ~ γιακάς. Mου είναι / έρχεται κτ. στενό, φορώντας το διαπιστώνω ότι δεν είναι στα μέτρα μου. ΦΡ (μου έγινε) ~ κορσές*. β. που έχει σχετικά μικρή έκταση. ANT πλατύς, ευρύς: ~ χώρος / τόπος. Στενό δωμάτιο / διαμέρισμα / σπίτι. Kράτος με πολύ στενά όρια. Στενή εκλογική περιφέρεια. || που είναι περιορισμένος χρονικά, λίγος, μικρός: Στενά χρονικά περιθώρια. γ. για σύνολο ιδίως προσώπων, ολιγάριθμος: Γίνεται κτ. σε στενό κύκλο συγγενών / φίλων / συνεργατών. 2. (μτφ.) α. (ιδ. για αφηρ. έννοια) που δεν καλύπτει ολόκληρο το πλάτος της. ANT πλατύς, ευρύς: Xρησιμοποιώ μια λέξη με τη στενή της σημασία / έναν όρο με τη στενή του έννοια. || (για νοητική λειτουργία) που περιορίζεται από προκαταλήψεις, προλήψεις κτλ., που δε χαρακτηρίζεται από ευρύτητα: Άνθρωπος με στενές αντιλήψεις / στενό μυαλό. β. που δεν αφήνει κανένα περιθώριο κινήσεων, ανεξαρτησίας, ελευθερίας: Στενή παρακολούθηση / πολιορκία / επικοινωνία. Στενό μαρκάρισμα* και ως ΦΡ. γ. που είναι άρρηκτα δεμένος, συνδεδεμένος με δεσμούς συγγενικούς, φιλικούς κτλ.: ~ συγγενής / φίλος / συνεργάτης. Στενή συγγένεια / φιλία / συνεργασία. ~ δεσμός. Στενή σχέση. δ. που δημιουργεί δυσκολία, που αντιμετωπίζεται δύσκολα: Στενή οικονομική κατάσταση. (έκφρ.) τα βρίσκω στενά, συναντώ δυσκολίες. στενούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. στενά ΕΠIΡΡ: Είμαστε ~ σ΄ αυτό το σπίτι. Σκέφτεται κάποιος πολύ ~. Συνδέομαι / συνεργάζομαι ~ με κπ. Tο ~ εννοούμενο προσωπικό συμφέρον. στενούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ.

[αρχ. στενός· στεν(ός) -ούτσικος]

στενοσόκακο το [stenosókako] Ο41 : πολύ στενός και μικρός δρόμος σε παλιά πόλη ή σε χωριό· (πρβ. σοκάκι).

[στενο- + σοκάκ(ι) -ο]

στενόστομος -η -ο [stenóstomos] Ε5 : που έχει στενό στόμιο: Στενόστομο αγγείο.

[λόγ. < αρχ. στενόστομος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες