Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταφν
2 εγγραφές [1 - 2]
στάφνη η [stáfni] Ο30α : (λαϊκότρ.) το αλφάδι ή το νήμα της στάθμης.

[αρχ. στάθμη με τροπή [θm > fn] ]

σταφνίζω [stafnízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) 1. αλφαδιάζω. β. σταθμίζω.

[αρχ. σταθμίζω κατά το στάθμη > στάφνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες