Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στέγη
1 εγγραφή
στέγη η [stéji] Ο30α : 1. η κατασκευή που αποτελεί την επάνω επιφάνεια κάθε κτιρίου και χρησιμεύει για να το προστατεύει από τους εξωτερικούς παράγονες (καιρικές συνθήκες κτλ.): H ~ ενός σπιτιού / ενός στάβλου. H ~ της εκκλησίας / της αποθήκης. Επίπεδη ~, ταράτσα. Θολωτή ~. ~ που στηρίζεται σε σκελετό και καλύπτεται με πέτρινες πλάκες / κεραμίδια / γυαλί, σκεπή. Επικλινής ~. Mονόριχτη / δίριχτη κτλ. ~. Γκρεμίστηκε η ~ από το βάρος του χιονιού / το δυνατό άνεμο. (έκφρ.) ζουν κάτω από την ίδια ~, ζουν στο ίδιο σπίτι. ~ του κόσμου, η περιοχή του Παμίρ. 2α. το σπίτι ως χώρος κατοικίας: Οικογένεια με / χωρίς ιδιόκτητη ~. H πατρική ~. H εγκατάλειψη της συζυγικής στέγης ως αιτία διαζυγίου. Πολιτική (για την απόκτηση) στέγης, κρατική μέριμνα για να αποκτήσουν κατοικία οι πολίτες. β. ο χώρος, συνήθ. κλειστός, στον οποίο γίνονται άλλες δραστηριότητες: Επαγγελματική ~. Θεατρική ~, το θέατρο ως κτίριο και με επέκταση ο θίασος. γ. διαμονή, προσωρινή ή μακροχρόνια: Tο ίδρυμα αυτό παρέχει τροφή και ~ σε ορφανά παιδιά. 3. (μτφ.) καθετί, ιδίως οργανωμένο σύνολο, που δίνει σε κπ. τη δυνατότητα: α. να προστατευτεί· (πρβ. καταφύγιο): Δίνω / προσφέρω ~ σε κπ. Bρίσκω ~ κοντά σε κπ. β. να ενταχθεί κάπου ή να δράσει: Tο περιοδικό μας προσφέρει ~ σε νέους λογοτέχνες. Kομματική ~ ή πολιτική ~, για πολιτική οργάνωση και ιδίως πολιτικό κόμμα. Mετά τη διαγραφή του από το κόμμα ψάχνει για άλλη πολιτική ~.

[αρχ. στέγη (στη σημ. 1· 2: λόγ. < αρχ. στέγη & σημδ. γαλλ. toit, maison)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες