Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στάμνα
1 εγγραφή
στάμνα η [stámna] Ο25 : πήλινο δοχείο για νερό με στενό και κοντό λαιμό, μία ή δύο λαβές και φουσκωτή κοιλιά. ΠAΡ Πολλές φορές πάει η ~ στη βρύση για νερό και μια φορά σπάει, αναπόφευκτα κάποια στιγμή παθαίνει κτ. δυσάρεστο αυτός που επανειλημμένα ενεργεί απερίσκεπτα ή ριψοκίνδυνα. Σταλαγματιά* σταλαγματιά γεμίζει η ~ η πλατιά. σταμνάκι το YΠΟKΟΡ. σταμνίτσα η YΠΟKΟΡ.

[< σταμν(ί) μεγεθ. -α· στάμν(α) -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες