Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στάβλος
1 εγγραφή
στάβλος ο [stávlos] Ο18 : 1. κτίσμα εφοδιασμένο με ειδικές εγκαταστάσεις το οποίο προορίζεται για τη στέγαση μεγάλων ζώων: ~ αλόγων / βοδιών. 2. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός εξαιρετικά βρόμικου χώρου.

[ελνστ. ὁ στάβλος < τό στάβλον (μεταπλ. κατά το οrκος) < λατ. stab(u)l(um) `κατοικία ανθρώπων κατώτερης τάξης ή ζώων΄ -ον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες