Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπουργίτι
1 εγγραφή
σπουργίτι το [spurjíti] Ο44 & σπουργίτης ο [spurjítis] Ο10 : κοινότατο στην Ελλάδα μικρόσωμο, συνήθ. γκρίζο και καφέ πουλί με παχύ ράμφος. σπουργιτάκι το YΠΟKΟΡ.

[< σπουργίτης μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.· μσν. σπουργίτης ουσιαστικοπ. του ελνστ. επιθ. (στρουθός `στρουθίο΄) πυργίτης με ανάπτ. προτακτ. [s] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tus-p > tusp > tus-sp] και τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες