Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπλήνα
3 εγγραφές [1 - 3]
σπλήνα η [splína] Ο25 : μεγάλος αδένας του ανθρώπου και διάφορων ζώων που βρίσκεται κάτω από το διάφραγμα και επάνω από το αριστερό νεφρό: Διόγκωση της σπλήνας. || Έχει τη ~ του, υποφέρει από τη σπλήνα του. || Kράτησε για τη μαγειρίτσα το συκώτι και τη ~ από το αρνάκι.

[μσν. σπλήνα < αρχ. ὁ σπλήν, αιτ. -ῆνα (μεταπλ. σε θηλ. κατά το καρδιά)]

σπληνάντερο το [splinándero] Ο41 : φαγητό που παρασκευάζεται από το παχύ έντερο του αρνιού γεμισμένο με κομμάτια σπλήνας, συκωτιού και λίπους και ψήνεται συνήθ. στη σούβλα.

[σπλήν(α) + άντερο]

σπλήνας ο [splínas] Ο3 λόγ. γεν. και σπληνός : (ανατ.) η σπλήνα: Ρήξη σπληνός.

[λόγ. < αρχ. σπλήν, αιτ. -ῆνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες