Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπιλώνω
1 εγγραφή
σπιλώνω [spilóno] -ομαι Ρ1 : μειώνω κπ. ηθικά, τον συκοφαντώ, με αποτέλεσμα την οριστική του ηθική μείωση ή εξόντωση: Προσπάθησαν μάταια να τον σπιλώσουν. Ο κίτρινος τύπος σπιλώνει υπολήψεις έντιμων πολιτών. Σπίλωσαν την τιμή του / την υπόληψή του. ~ το όνομά μου, με τη συμπεριφορά μου και τις ενέργειές μου καταστρέφω την καλή μου φήμη.

[λόγ. < ελνστ. σπιλ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες