Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπεσιαλιτέ
1 εγγραφή
σπεσιαλιτέ η [spesialité] Ο (άκλ.) : έδεσμα ή γλυκό του οποίου ο τρόπος παρασκευής είναι αποκλειστικότητα κάποιου, στου οποίου την παρασκευή είναι κάποιος ειδικευμένος: ~ μου είναι τα ντολμαδάκια. Nόστιμες ~. Δοκιμάστε τη ~ του μαγαζιού μας.

[λόγ. < γαλλ. spécialité]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες