Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπείρα
2 εγγραφές [1 - 2]
σπείρα 1 η [spíra] Ο25 : 1. η καμπύλη την οποία γράφει ένα σημείο καθώς περιστρέφεται γύρω από ένα άλλο σταθερό σημείο, ενώ συγχρόνως απομακρύνεται από αυτό· (πρβ. έλικας). 2. για ό,τι έχει το παραπάνω σχήμα. α. η αυλάκωση που περιβάλλει το σώμα βίδας· σπείρωμα. β. (ηλεκτρολ.) οποιοσδήποτε αγωγός ο οποίος έχει καμφθεί έτσι, ώστε να ακολουθεί κλειστή γραμμή, με τα άκρα του πολύ κοντά το ένα στο άλλο. γ. (αρχιτ.) η βάση του ιωνικού κίονα που παρουσιάζει ραβδωτές εσοχές και εξοχές, κυρίως το κυρτό μέρος, σε αντίθεση με το μέρος των εσοχών που ονομάζεται σκοτία. δ. (ζωολ.) ο γύρος σε ένα συνεστραμμένο όστρακο.

[λόγ. < αρχ. σπεῖρα `κτ. περιτυλιγμένο, κουλουριασμένο΄ (όπως το φίδι) σημδ. γαλλ. spire (στη νέα σημ.) < λατ. spira < αρχ. σπεῖρα]

σπείρα 2 η : οργανωμένη ομάδα ατόμων που δρα παράνομα· (πρβ. συμμο ρία): ~ καταχραστών / απατεώνων / εκβιαστών / κλεφτών / λαθρεμπόρων. Οργανωμένη ~. Tα μέλη / ο αρχηγός μιας σπείρας. || χαρακτηρισμός ομάδας ατόμων που ενεργεί κρυφά για ιδιοτελείς σκοπούς.

[λόγ. < ελνστ. σπεῖρα στη σημ.: `δέκατο της λεγεώνας΄ σημδ. αγγλ. ring]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες