Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπασίκλας
1 εγγραφή
σπασίκλας ο [spasíklas] Ο3 & σπασίκλα η [spasíkla] Ο25α : (χωρίς διάκριση φυσικού γένους και συνήθ. στη γλώσσα των μαθητών σχολείου) ως περιγελαστικός, μειωτικός χαρακτηρισμός μαθητή που διακρίνεται για την υπερβολική επιμέλειά του αλλά όχι και για κάποια ιδιαίτερη ικανότητα αντίληψης. σπασικλάκι το YΠΟKΟΡ.

[σπασ- (σπάζω) -ίκλας επίθημα συγγ. του -άκλας (δες στο -άκλα) & < λατ. -iculus· σπασίκλ(ας) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες