Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σπέρνω
1 εγγραφή
σπέρνω [spérno] -ομαι Ρ αόρ. έσπειρα, απαρέμφ. σπείρει, παθ. αόρ. σπάρθη κα, απαρέμφ. σπαρθεί και σπαρεί, μππ. σπαρμένος : 1. σκορπίζω στην επιφάνεια ή τοποθετώ μέσα στη γη σπόρους, ύστερα από ειδική προετοιμασία του εδάφους, για να βλαστήσουν: ~ σιτάρι / κριθάρι / κουκιά / τριφύλ λι. ΠAΡ Tι κάνεις Γιάννη*; - Kουκιά ~. Όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες, ανεύθυνες, απρόσεχτες και παρακινδυνευμένες πράξεις μπορεί να έχουν ολέθρια αποτελέσματα. Ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις, η ανταμοιβή των κόπων σου θα είναι ανάλογη προς τις πράξεις ή τις προσπάθειές σου. ΦΡ ~ ζιζάνια* (σε κάποιους). φυτρώνει* (κάποιος) εκεί που δεν τον σπέρνουν. || ~ ένα χωράφι με βρόμη. Xωράφι σπαρμένο (με) βρόμη. Οι αγροί ήταν σπαρμένοι με / από παπαρούνες, γεμάτοι από παπαρούνες, σαν να τους είχαν σπείρει με παπαρούνες και μτφ.: Ο δρόμος ήταν σπαρμένος με σπασμένα γυαλιά. 2. (οικ.) μειωτικά για το ρόλο του άνδρα στην απόκτηση παιδιών, συνήθ. πολλών σε αριθμό, όταν γίνεται ανεύθυνα και χωρίς προγραμματισμό: Δε σπέρνουν έτσι ανεύθυνα παιδιά και ύστερα τα εγκαταλείπουν στο έλεος του Θεού. 3. σε εκφράσεις, προκαλώ και διαδίδω σε μεγάλη έκταση κτ., συνήθ. κακό: ~ τον τρόμο / τον πανικό.

[μσν. σπέρνω < αρχ. σπείρω μεταπλ. -νω (σύγκρ. φέρω > φέρνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες