Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σούβλα
4 εγγραφές [1 - 4]
σούβλα η [súvla] Ο25α : μεταλλική ή παλαιότερα ξύλινη ράβδος την οποία περνούν μέσα από ολόκληρο σφάγιο ή κομμάτια κρέατος για να τα ψήσουν: Aρνάκι / κοτόπουλο / χοιρινό της σούβλας / στη σούβλα, σουβλιστό. Γυρίζω τη ~. Ψήνω στη ~, σουβλίζω. σουβλίτσα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. σούβλα < λατ. subula με ανομ. αποβ. του δεύτερου [u] · σούβλ(α) -ίτσα]

σουβλάκι το [suvláki] Ο44α : μικρά κομμάτια κρέατος περασμένα σε μικρή και λεπτή βέργα (σε μικρή σούβλα) για να ψηθούν: Ψήνω σουβλάκια στα κάρβουνα. Mια μερίδα ~.

[μσν. σουβλάκι < σούβλ(α) -άκι]

σουβλατζής ο [suvladzís] Ο8 : επαγγελματίας που ψήνει και πουλά σουβλάκια.

[σουβλ(άκι) -ατζής]

σουβλατζίδικο το [suvladzíδiko] Ο41 : το κατάστημα του σουβλατζή.

[σουβλατζ(ής) -ίδικο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες