Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σοφία
1 εγγραφή
σοφία η [sofía] Ο25 : 1. η ιδιότητα του σοφού· γνώση, από μάθηση ή πείρα, πολλών πραγμάτων και σε βάθος: H ~ διαφέρει τόσο από την πολυμάθεια, που δεν εισδύει στην ουσία των πραγμάτων, όσο και από την εξειδικευμένη γνώση, που περιορίζεται σε συγκεκριμένους τομείς. H ~ των γηρατειών. Πράξη σοφίας και σύνεσης. (έκφρ.) τα πάντα εν ~ εποίησε, για το Θεό, που τα δημιουργήματά του είναι τέλεια. ΦΡ νάματα* σοφίας. || λαϊκή ~, οι γνώσεις και οι απόψεις για τον ηθικό και πρακτικό βίο του ανθρώπου, τις οποίες έχει ένας λαός από μακρόχρονη πείρα και παράδο ση: Σε διάφορες παροιμίες αποτυπώνεται η λαϊκή ~. || H ~ του Θεού. 2. (προφ. και ειρ. στον πληθ.) για λόγο που αυτοεπιδεικνύεται ως σημαντικός, πρωτότυπος κτλ., ενώ είναι το αντίθετο: Άρχισε πάλι τις σοφίες του· (πρβ. εξυπνάδες, σοφιστίες).

[λόγ. < αρχ. σοφία (αρχική σημ.: `ικανότητα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες