Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σουνέτι
1 εγγραφή
σουνέτι το [sunéti] Ο44α : (λαϊκότρ.) η περιτομή (των Εβραίων και των μουσουλμάνων).

[τουρκ. sünnet (από τα αραβ.) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες