Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σλάιντς
1 εγγραφή
σλάιντς το [sláids] & σλάιντ το [sláid] Ο (άκλ.) : φωτογραφική διαφάνεια προστατευμένη συνήθ. από μικρό πλαίσιο για προβολή: Tην ομιλία θα ακολουθήσει προβολή ~.

[λόγ. < αγγλ. slides πληθ. του slide]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες