Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκουληκι
2 εγγραφές [1 - 2]
σκουλήκι το [skulíki] Ο44 : 1. μικρό ζώο με επίμηκες, αρθρωτό και συσταλτό σώμα, χωρίς σκελετό και άκρα: Tα φρούτα ήταν γεμάτα σκουλήκια. Θα τον πατήσω / θα τον λιώσω σαν ~, θα τον εξοντώσω. || για υπερβολική βρομιά: Έβγαλε σκουλήκια. Tον φάγαν τα σκουλήκια. 2. (μτφ.) α. άνθρωπος τιποτένιος, σιχαμερός, χαμερπής: Bρομερό ~! Είναι ένα ~ της γης. β. έγνοια που βασανίζει και φθείρει αργά αλλά σταθερά. σκουληκάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. σκουλήκι < αρχ. σκωλήκιον ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [l] ) υποκορ. του σκώληξ]

σκουληκιάζω [skulikázo] Ρ2.1α μππ. σκουληκιασμένος : (οικ.) γεμίζω σκουλήκια, βγάζω σκουλήκια: Σκουλήκιασε το κρέας. Σκουληκιασμένα φρούτα.

[μσν. σκωληκιάζω ( [o > u] κατά το σκωλήκι > σκουλήκι) < ελνστ. σκωληκι(ῶ) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. σκωληκιασ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες