Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκοτωμός
1 εγγραφή
σκοτωμός ο [skotomós] Ο17 : 1. θάνατος που προκαλείται με βίαιο τρόπο: Ο πόλεμος φέρνει μαζί του σκοτωμούς, πείνα και άλλες συμφορές. 2. (μτφ.) α. σκότωμα2: H δουλειά του ταξιτζή είναι ~. β. για μεγάλο συνωστισμό στον οποίο ο καθένας προσπαθεί να παραγκωνίσει ή να παρακάμψει τους άλλους: Tην περίοδο των εκπτώσεων γίνεται ~ στα μαγαζιά. Για την πρόσληψη δέκα υπαλλήλων έγινε ~ στο διαγωνισμό. || (έκφρ.) του σκοτωμού, για υπερβολική ταχύτητα: Έτρεχε / πήγαινε του σκοτωμού.

[μσν. σκοτωμός < σκοτώ(νω) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες