Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκονάκι το [skonáki] Ο44 : 1. μικρή δόση φαρμάκου ή ναρκωτικού σε σκό νη. 2. (οικ.) χαρτάκι με σημειώσεις που χρησιμοποιούν οι μαθητές για να αντιγράψουν στις εξετάσεις: Ο καθηγητής τον έπιασε με ~ και του μηδένισε το γραπτό.
[σκόν(η) -άκι]