Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκιτζής
1 εγγραφή
σκιτζής ο [skidzís] Ο8 : (προφ.) ως μειωτικός χαρακτηρισμός επαγγελματία που αγνοεί βασικά πράγματα πάνω στο επάγγελμά του.

[τουρκ. eskici `παλιατζής, μπαλωματής παπουτσιών΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες