Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκαπάνη
1 εγγραφή
σκαπάνη η [skapáni] Ο30 : 1. (λόγ.) η τσάπα και ως γενική ονομασία για αντίστοιχα σκαπτικά εργαλεία. 2. (μτφ.) το ανασκαφικό αρχαιολογικό έργο: H ~ του Σλήμαν έφερε στο φως το μυκηναϊκό πολιτισμό.

[λόγ. < ελνστ. σκαπάνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες