Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκήτη η [skíti] Ο30 : (εκκλ.) οργανωμένο σύνολο από ξεχωριστές μοναστικές μονάδες με δική τους διοικητική οργάνωση.
[μσν. σκήτη < ελνστ. σκῆτ(ις) -η τοπων. της Aιγύπτου]