Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκάνδαλο
6 εγγραφές [1 - 6]
σκάνδαλο το [skánδalo] Ο40 : αναστάτωση ή ανωμαλία που προκαλείται από λόγια, πράξεις, συμπεριφορά ή γεγονότα που έρχονται σε σύγκρου ση με τους νόμους της ηθικής, της ευπρέπειας, της αιδούς κτλ.: Δημιουργήθηκε σοβαρό ~. Είμαι / γίνομαι αιτία σκανδάλου. Tο ~ πήρε μεγάλες διαστάσεις. ΦΡ η πέτρα* του σκανδάλου. || πράξη, λόγος, συμπεριφορά ή γεγονός που προκαλεί αποδοκιμασία, αγανάκτηση, αποστροφή, επειδή έρχεται σε σύγκρουση με τους νόμους της ηθικής, της ευπρέπειας, της αιδούς κτλ.: Aυτό το φιλμ είναι πραγματικό ~! Είναι ~ να κυκλοφορεί ακόμα ελεύθερος! || υπόθεση, συμβάν, γεγονός που έρχεται σε σύγκρου ση με την τρέχουσα ηθική και προκαλεί την αποδοκιμασία αλλά και το έντονο ενδιαφέρον και την περιέργεια της κοινής γνώμης, καθώς έχουν εμπλακεί σ΄ αυτό πρόσωπα που θεωρούνταν ευυπόληπτα: Πολιτικό / κοινωνικό / οικονομικό / δικαστικό ~.

[λόγ. < ελνστ. σκάνδαλον, αρχική σημ.: `παγίδα για τον εχθρό΄ (δες και σκανδαλίζω)]

σκανδαλοθήρας ο [skanδaloθíras] Ο2 : συνήθ. ως μειωτικός χαρακτηρισμός δημοσιογράφου, αυτός που επίμονα αναζητεί, αποκαλύπτει ή και κατασκευάζει σκάνδαλα, αποβλέποντας περισσότερο στη δημιουργία εντυπώσεων παρά στην αποκάλυψη της αλήθειας και στην αποκατάσταση της δικαιοσύνης.

[λόγ. σκάνδαλ(ον) -ο- + -θήρας]

σκανδαλοθηρία η [skanδaloθiría] Ο25 : η επίμονη αναζήτηση και αποκάλυψη σκανδάλων, όχι τόσο για την αποκάλυψη της αλήθειας και την αποκατάσταση της δικαιοσύνης, όσο, κυρίως, για τη δημιουργία εντυπώσεων.

[λόγ. σκανδαλοθήρ(ας) -ία]

σκανδαλοθηρικός -ή -ό [skanδaloθirikós] Ε1 : που αναφέρεται στο σκανδαλοθήρα ή στη σκανδαλοθηρία: Σκανδαλοθηρικό περιοδικό / δημοσίευμα.

[λόγ. σκανδαλοθηρ(ία) -ικός]

σκανδαλολογία η [skanδalolojía] Ο25 : η επίμονη συζήτηση ή δημοσίευση πληροφοριών που αφορούν (υποτιθέμενα) σκάνδαλα: H ~ των τελευταίων ημερών. H αξιωματική αντιπολίτευση κατάλαβε ότι με τη συνεχή και στείρα ~ δεν πρόκειται να πετύχει την πτώση της κυβέρνησης.

[λόγ. σκάνδαλ(ον) -ο- + -λογία]

σκανδαλολογώ [skanδaloloγó] Ρ10.9α : συζητώ επίμονα ή δημοσιεύω συνεχώς πληροφορίες που αφορούν (υποτιθέμενα) σκάνδαλα: Aντί να σκανδαλολογείτε, κάνετε εποικοδομητική και ουσιαστική κριτική στην κυβέρνηση.

[λόγ. σκανδαλο(λογία) -λογώ (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες