Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιχτιρίζω
1 εγγραφή
σιχτιρίζω [sixtirízo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) αποπέμπω, διώχνω κπ. με τρόπο βίαιο και υβριστικό.

[σιχτίρ -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες