Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιφόνι
2 εγγραφές [1 - 2]
σιφόνι το [sifóni] Ο44 & σιφόν 2 το [sifón] Ο (άκλ.) : 1. σωλήνας που κάμπτεται στα δύο του άκρα και με τον οποίο ελέγχεται η ροή υγρών. || Tο ~ της λεκάνης της τουαλέτας, σιγμοειδής σωλήνας, που διατηρείται πάντα γεμάτος με νερό και εμποδίζει έτσι την έξοδο της δυσοσμίας. 2. συσκευή σε μορφή φιάλης με την οποία εκτοξεύεται υπό πίεση αεριούχο νερό ή άλλο ποτό.

[σιφόν: λόγ. αντδ. < γαλλ. siphon < αρχ. σίφων (πρβ. σίφουνας)· σιφόνι: προσαρμ. στη δημοτ.]

σιφονιέρα η [sifonéra] Ο25α : έπιπλο της κρεβατοκάμαρας με πολλά μικρά συρτάρια για την τακτοποίηση των λευκών ειδών, των εσωρούχων κτλ.

[λόγ. < γαλλ. chiffonnièr(e) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες