Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιτηρά
1 εγγραφή
σιτηρά τα [sitirá] Ο38 : γενική ονομασία κατηγορίας φυτών στα οποία ανήκουν το σιτάρι, το κριθάρι, ο αραβόσιτος, η σίκαλη κ.ά.· δημητρια κά.

[λόγ. < ελνστ. τά σιτηρά (αρχ. σιτηρός `που αναφέρεται στο σιτάρι΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες