Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιτέμπορος
1 εγγραφή
σιτέμπορος ο [sitémboros] Ο19 : αυτός που εμπορεύεται σιτηρά· έμπορος σιτηρών.

[λόγ. σιτ(ο)- + -έμπορος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες