Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιτάλευρο
1 εγγραφή
σιτάλευρο το [sitálevro] Ο41 : αλεύρι από σιτάρι.

[λόγ. σιτ(ο)- + άλευρον μτφρδ. γαλλ. farine de blé ή γερμ. Weizenmehl]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες